- αρνητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που περιέχει ή εκφράζει άρνηση: Η απάντησή του ήταν αρνητική.2. «αρνητικά μόρια», άκλιτα μέρη του λόγου που φανερώνουν άρνηση (δεν, ποτέ, πουθενά κτλ.)3. «αρνητικοί αριθμοί», αυτοί που έχουν στην αρχή τους το σημάδι πλην (-).4. «αρνητικός ηλεκτρισμός», η μία από τις δύο μορφές του στατικού ηλεκτρισμού.5. «αρνητική εικόνα», εκείνη στην οποία τα λευκά σημεία φαίνονται μελανά και τα μελανά λευκά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.